- κἀπισκώπτων
- ἐπισκώπτων , ἐπισκώπτωlaugh atpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισκώπτω — ἐπισκώπτω (Α) 1. κοροϊδεύω, περιγελώ 2. παίζω, κάνω αστεία («χώρει... εἰς τοὺς εὐανθεῑς κόλπους... κἀπισκώπτων καὶ παίζων», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκώπτω «εμπαίζω, κοροϊδεύω»] … Dictionary of Greek